Η δεύτερη (1824-1827), σηματοδοτείται αφενός από την αναζήτηση ταυτότητας της Επανάστασης, που εκδηλώθηκε κυρίως με τους εμφυλίους πολέμους, και αφετέρου από τις στρατιωτικές ήττες που αυτή υπέστη από τους αναδιοργανωμένους πλέον Οθωμανούς και τους συμμάχους τους, Αιγύπτιους.
Σε διπλωματικό επίπεδο, αντίθετα, η Επανάσταση δικαιωνόταν καθώς, εκτός από την πάγια υποστήριξη των προοδευτικών κύκλων της Δύσης, μπορούσε τώρα να επωφεληθεί και από τους στρατηγικούς ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Γαλλία).
Ως συνέπεια αυτής της μεταστροφής του κλίματος, η ναυμαχία του Ναβαρίνου έθεσε τέρμα σε αυτήν τη δοκιμασία για τους επαναστάτες.
Η τρίτη περίοδος (1828-1830), συμπίπτει εν μέρει με τη διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια και χαρακτηρίζεται από την εκκαθάριση της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας από τις οθωμανικές και αιγυπτιακές δυνάμεις αλλά και από το σκληρό διπλωματικό αγώνα για τον καθορισμό των συνόρων του υπό διαμόρφωση κράτους και για το βαθμό της ανεξαρτησίας του.
Την εξέλιξη της Επανάστασης επηρέασαν καίρια και οι Εθνοσυνελεύσεις, στις οποίες συνέρχονταν κατά διαστήματα οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες του Αγώνα, προκειμένου να καθορίσουν τους στόχους του ή και να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές.
Κλείνει το άρθρο “Επανάσταση του 1821 οι τρεις περίοδοι του αγώνα” με το απόσπασμα από τη Διακήρυξη της Εθνικής Συνελεύσεως. Επίδαυρος, 15 Ιανουαρίου 1822.
«[…] μᾶλλον δὲ τοὺς κατὰ μέρος πολέμους ἑνώσαντες, ὁμοθυμαδὸν ἐκστρατεύσαμεν, ἀποφασίσαντες ἢ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸν σκοπόν μας, καὶ νὰ διοικηθῶμεν μὲ νόμους δικαίους, ἢ νὰ χαθῶμεν ἐξ ὁλοκλήρου, κρίνοντες ἀνάξιον νὰ ζῶμεν πλέον ἡμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ περικλεοῦς ἐκείνου ἔθνους τῶν Ἑλλήνων ὑπὸ δουλείαν τοιαύτην, ἰδίαν μᾶλλον τῶν ἀλόγων ζώων, παρὰ τῶν λογικῶν ὄντων».